- ὑπέραγνος
- ὑπέραγνος, ον,A of surpassing purity, Jul.Or.5.178d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπέραγνος — of surpassing purity masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέραγνος — ον, ΜΑ Ο απόλυτα αγνός (α. «οἱ θεοὶ τοῑς ὑπεράγνοις παρακελευόμενοι», Ιούλ. β. «μεγαλύνωμεν τὴν ἀκηλίδωτον καὶ ὑπέραγνον μητέρα τοῡ Ἐμμανουήλ», Κανών Μεγ. Τετ.) … Dictionary of Greek
ὑπέραγνον — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem acc sg ὑπέραγνος of surpassing purity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγνοτάτης — ὑπέραγνος of surpassing purity fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράγνοις — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράγνου — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράγνῳ — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέραγνε — ὑπέραγνος of surpassing purity masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπέραγνος — ον, Μ αυτός που υπερέχει όλων ως προς την αγνότητα («ἡ σεμνὴ καὶ πανυπέραγνος σου μήτηρ», Μηναί.). επίρρ... πανυπεράγνως Μ με μεγάλη αγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέραγνος «αγνότατος»] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek